- εξουθενωτικός
- η , ό[ν]1) изнуряющий, изматывающий; 2) уничтожающий;
εξουθενωτικό βλέμμα — уничтожающий взгляд
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξουθενωτικό βλέμμα — уничтожающий взгляд
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξουθενωτικός — ή, ό επίρρ., ά 1. που εξουθενώνει, εκμηδενιστικός, εξοντωτικός: Εξουθενωτική εργασία. 2. εξευτελιστικός, ταπεινωτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανδροκμής — ἀνδροκμής, ο, η (Α) 1. αυτός που καταπονεί τους άνδρες, οχληρός, εξουθενωτικός 2. ανδροκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + κμής < κάμνω «κουράζομαι, υποφέρω»] … Dictionary of Greek
συντριπτικός — ή, ό / συντριπτικός, ή, όν, ΝΜ [συντρίβω] ο ικανός να επιφέρει ολοκληρωτική καταστροφή, καταστρεπτικός, ολέθριος νεοελλ. 1. μτφ. α) αυτός που εκμηδενίζει, εξουθενωτικός (α. «συντριπτική νίκη» β. «συντριπτικά επιχειρήματα» γ. «συντριπτική… … Dictionary of Greek
εκμηδενιστικός — ή, ό που προκαλεί την εκμηδένιση, ο εξουθενωτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)